Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

25 Μαρτίου 2014

Ανασφάλεια και ανεργία φρενάρουν τις γεννήσεις

Ανασφάλεια και ανεργία φρενάρουν τις γεννήσεις
Ηταν το 1996 όταν για πρώτη φορά στη μεταπολεμική περίοδο,οι θάνατοι ξεπέρασαν τις γεννήσεις στη χώρα μας.
Η διαφορά ήταν 22 άτομα. Σε δύο χρόνια, οι γεννήσεις υπολείπονταν των θανάτων κατά 1.774 άτομα.
Το 2012, η διαφορά έφτασε τις 16.300.
Σε μια χώρα που είχε ήδη πάρει την κατιούσα δημογραφικά, η οικονομική κρίση επέφερε νέο, γερό χτύπημα: 
α) η ανεργία στις αναπαραγωγικές ηλικίες φτάνει στο 44,4% (25-29 ετών) και στο 30,3% (30-44 ετών), 
β) η ανασφάλιστη εργασία εκρήγνυται ― για ένα ανασφάλιστο ζευγάρι, η εργαστηριακή-κλινική παρακολούθηση του τοκετού κοστίζει 600 ευρώ, ο φυσιολογικός τοκετός 700, η καισαρική 1.200 ευρώ.
Με τα νέα κοινωνικοοικονομικά δεδομένα, όλο και περισσότερα ζευγάρια αδυνατούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά –και ψυχολογικά– στο «κόστος» της απόκτησης ενός παιδιού. Σύμφωνα με εκτιμήσεις των Γιατρών του Κόσμου, λόγω της κρίσης, τέσσερις στις 10 γυναίκες θα κάνουν ένα λιγότερο παιδί από ό,τι υπολόγιζαν ή δεν θα γεννήσουν καθόλου.
Το 2012, ο δείκτης γεννητικότητας στην Ελλάδα κατρακύλησε στις εννέα γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους, με τον αντίστοιχο αριθμό το 1980 να είναι 15,36. Η δραματική υποχώρηση του δείκτη είχε ξεκινήσει από τη δεκαετία του ‘90, ωστόσο η εισροή ξένων μεταναστών αναχαίτισε την τάση. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2012 καταγράφηκαν 84.851 γεννήσεις από Ελληνίδες (84,54%) και 15.520 από μετανάστριες (15,46%). Τα αντίστοιχα στοιχεία για το 2011 ήταν 87.426 (82,14%) από Ελληνίδες και 19.002 (17,85%) από αλλοδαπές. 
Σημειώνεται πως τα τελευταία χρόνια, ο γενικός δείκτης γονιμότητας των αλλοδαπών γυναικών στην Ελλάδα είναι σταθερά υψηλότερος από των Ελληνίδων.
Πάντως, παρά την «ενίσχυση» από τις μετανάστριες, η Ελλάδα παραμένει στις χαμηλότερες θέσεις της Ευρώπης σε ό,τι αφορά τις γεννήσεις. Σε χειρότερη μοίρα μόνο η Πορτογαλία και η Γερμανία με 8,5 και 8,4 αντίστοιχα γεννήσεις ανά 1.000 κατοίκους. Στις πρώτες θέσεις βρίσκουμε την Ιρλανδία (15,7), την Αγγλία (12,8), τη Γαλλία (12,6) και τη Σουηδία (11,9).
Αυτή τη στιγμή, και με δεδομένο ότι ο απαραίτητος αριθμός παιδιών ανά οικογένεια για την αντικατάσταση του πληθυσμού είναι τα 2,1, ο δείκτης γονιμότητας στην Ελλάδα βρίσκεται στο 1,39, ελαφρώς αυξημένος από το 1,30 τού 1990, οπότε και άρχισαν οι μεταναστευτικές ροές. Εκτιμάται ότι ο δείκτης γονιμότητας για τις «αμιγώς» Ελληνίδες υπηκόους μπορεί να κυμαίνεται και κάτω από το 1.
«Από την αρχή του αιώνα, ο ρυθμός γεννητικότητας στην Ελλάδα αυξανόταν, όμως ο συνδυασμός της αλλαγής του ρόλου της γυναίκας με έμφαση στην εκπαίδευση για άνδρες και γυναίκες, σημαίνει ότι ο μέσος όρος της ηλικίας στην οποία οι γυναίκες κάνουν το πρώτο παιδί αυξάνεται, και αυτό σημαίνει αναβολή της τεκνοποίησης», επισημαίνει στην «Κ» η δρ Αθηνά Βλαχαντώνη, senior lecturer στον τομέα της Γεροντολογίας στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον της Αγγλίας. Η κρίση δεν «γέννησε», επέτεινε το πρόβλημα. «Σύμφωνα με ερευνητικές μελέτες, η οικονομική κρίση βάζει “φρένο” στην απόφαση τεκνοποιίας, ιδίως στους νέους που είναι περισσότερο ευάλωτοι στην ανεργία. Η έλλειψη χρημάτων και η απουσία δομών στήριξης επηρεάζουν αρνητικά τα νέα ζευγάρια».
Η ανεργία, τα χαμηλά εισοδήματα, η περικοπή των επιδομάτων και των κοινωνικών υπηρεσιών (έλλειψη βρεφονηπιακών σταθμών κ.λπ.) αποτρέπουν όλο και περισσότερα ζευγάρια να κάνουν παιδί. (Μόνο το κόστος του ιδιωτικού εμβολιασμού για ένα παιδί ξεπερνά τα 1.500 ευρώ). Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, κάθε χρόνο, πραγματοποιούνται στην Ελλάδα περισσότερες από 250.000 αμβλώσεις. Επιπλέον, παρά το υψηλό ποσοστό υπογονιμότητας (10% του αναπαραγωγικού πληθυσμού), τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μείωση 15% στους κύκλους υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Τον δικό της ρόλο διαδραματίζει και η ραγδαία αύξηση των παλίνδρομων κυήσεων (αυτόματες αποβολές). Σύγκριση των στοιχείων του Σεπτεμβρίου 2009-Φεβρουαρίου 2010 και Σεπτεμβρίου 2011-Φεβρουαρίου 2012 στη Β΄ Μαιευτική και Γυναικολογική Κλινική του Αρεταίειου Νοσοκομείου έδειξε διπλασιασμό των παλίνδρομων κυήσεων (από 2% σε 4%).
Δεν είναι μόνο ότι η παραπάνω τάση εάν δεν ανακοπεί θα οδηγήσει μοιραία σε μείωση του πληθυσμού. Από τις δυσμενέστερες επιπτώσεις του φαινομένου, δεδομένης της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης, είναι η ραγδαία δημογραφική γήρανση, η οποία επιτείνεται από την επιστροφή πολλών οικονομικών μεταναστών, οι οποίοι παραδοσιακά σχημάτιζαν πολυμελείς οικογένειες, στην πατρίδα τους. Το νέο δημογραφικό προφίλ με τη σειρά του ασκεί τεράστιες πιέσεις στις υπηρεσίες υγείας και βέβαια στο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων.
«Ακόμα και με ένα ζοριζόμαστε…»
Η μικρή είναι υπέροχη, ένα δίχρονο, πρόσχαρο πλάσμα που σκλαβώνει τους πάντες… άμα τη εμφανίσει. Η Μυρσίνη ήθελε πάντα να κάνει παιδί, ήταν από πάντα «μαμά». «Αλλά δεύτερο; Είσαι τρελή εντελώς;».
Δάσκαλος ο μπαμπάς, ελεύθερη επαγγελματίας η ίδια, ήδη τα φέρνουν δύσκολα βόλτα. Τα έξοδα του τοκετού καλύφθηκαν από τους παππούδες, οι οποίοι ευτυχώς βοηθούν και στα καθημερινά. «Δεν υπάρχει δυνατότητα να έχουμε εξωτερική βοήθεια», λέει στην «Κ» η Μυρσίνη. Πάντα ήθελαν δύο παιδιά, σήμερα όμως η σκέψη έχει απομακρυνθεί. «Δεν ξέρω πώς το κάνουν οι άλλοι, ακόμα και με ένα ζοριζόμαστε. Αυτό συζητάμε και με τις άλλες μαμάδες στην παιδική χαρά. Οι περισσότερες ήθελαν μεγάλη οικογένεια, αλλά συμβιβάζονται με ένα ή δύο παιδιά λόγω των συνθηκών. Θεωρώ ότι αυτό είναι το μεγαλύτερο χτύπημα της κρίσης. Κατευθείαν στην καρδιά της οικογένειας».
Τα περισσότερα ζευγάρια γύρω μας καθυστερούν την απόκτηση παιδιού. Οταν το αποφασίσουν «γιατί περνούν τα χρόνια», θα κάνουν ένα. «Στην πραγματικότητα, τα έξοδα δεν διαφέρουν και πολύ. Τα περισσότερα πράγματα τα έχεις ήδη αγοράσει ή βολεύεσαι με αυτά που σου δίνουν οι γύρω σου», λέει η Κατερίνα Λαζαρίδου, άνεργη εδώ και 6 μήνες και μητέρα ενός αγοριού 6 ετών. «Είναι περισσότερο η ιδέα. Οτι φέρνεις στον κόσμο ένα πλάσμα και πρέπει να μπορείς να το φροντίσεις, ό,τι και εάν συμβεί. Μόνο που πλέον στην Ελλάδα τίποτα δεν είναι δεδομένο. Είχαμε δουλειά και τώρα δεν έχουμε. Ελπίζαμε σε μια σύνταξη που πλέον δεν θα πάρουμε. Εκτός αυτού, δεν υπάρχει καμία υποστήριξη από το κράτος».
H στήριξη εκ μέρους της πολιτείας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του επιχειρηματία Βασίλη Μπαρτζώκα, που μετακόμισε τον Φεβρουάριο του 2012 στο Βερολίνο, με τη γυναίκα του και τους τρεις γιους του, 4, 6, και επτά χρόνων. Τελικά, οι νεαροί γονείς δικαιώθηκαν. «Οι δύο μικροί μου γιοι απασχολούνται στο σχολείο μέχρι τις 5 μ.μ., ενώ ο μεγάλος μέχρι τις 6 μ.μ.», λέει ο 42χρονος πατέρας. Οταν τα παιδιά επιστρέφουν σπίτι, είναι και διαβασμένα. «Το δημόσιο σχολείο στο Βερολίνο προσφέρει ποικιλία δραστηριοτήτων, οι περισσότερες είναι δωρεάν ή έναντι μικρού αντιτίμου. Παράλληλα, οι Ελληνες γονείς λαμβάνουν μηνιαίο επίδομα 550 ευρώ για την ανατροφή των τριών παιδιών». Η ποιότητα ζωής τους αναβαθμίστηκε συνολικά. «Οι παιδικές χαρές, καλά μελετημένες και κατασκευασμένες, υπάρχουν σε πληθώρα. Εδώ απολαμβάνουμε εκτεταμένους και ασφαλείς ποδηλατοδρόμους, όπου κάνουμε οικογενειακώς ποδήλατο τα Σαββατοκύριακα. Οι γιοι μου μεγαλώνουν σε πολυπολιτισμικό περιβάλλον, το 20%- 30% των συμμαθητών τους είναι Γερμανοί».
Για τον ίδιο πάντως, η τεκνοποίηση πέρα από υπευθυνότητα, απαιτεί συναίσθημα και λίγη… τρέλα. «Πρέπει να μην το σκέφτεσαι και πολύ. Αν κάτσεις με το κομπιουτεράκι σαν να πηγαίνεις στο σούπερ μάρκετ, αντιμετωπίζεις το παιδί μόνο σαν υποχρέωση, σαν έναν παραπάνω λογαριασμό που πρέπει να πληρώσεις» λέει, προσθέτοντας: «Τα παιδιά φυσικά έχουν ανάγκες, αλλά ας μην ξεχνούμε ότι εμείς ως γονείς με τις προσωπικές μας φιλοδοξίες δημιουργούμε τεχνητές ανάγκες και θέτουμε πολύ υψηλά στάνταρντ. Αυτό που χρειάζονται ουσιαστικά τα παιδιά είναι ηρεμία, ασφάλεια και πολλή αγάπη».
Τις ίδιες σκέψεις έκανε και η 50χρονη σήμερα Μ.Λ. «Οταν πια τα χρονικά περιθώρια είχαν στενέψει και τέθηκε το ερώτημα, αν τελικά θα έκανα παιδί με τον σύντροφό μου, η απάντησή μου ήταν όχι» λέει στην «Κ». «Δεν το έχω μετανιώσει. Συνειδητοποίησα ότι μάλλον το παιδί δεν αποτελούσε μια βαθιά υπαρξιακή μου ανάγκη, όπως ενδεχομένως για άλλες γυναίκες, που ακόμα και χωρίς σύντροφο παίρνουν τη μεγάλη αυτή απόφαση». Ελεύθερη επαγγελματίας με απαιτητικά ωράρια αλλά και μεγάλη αναγνώριση από τη δουλειά της, ήταν πεπεισμένη ότι τον μητρικό ρόλο πρέπει κανείς να τον αναλαμβάνει υπεύθυνα. «Εστω και όταν ο διαθέσιμος χρόνος είναι λίγος, πρέπει να είναι ποιοτικός» παρατηρεί, «εγώ δεν μπορούσα να προσφέρω κάτι τέτοιο».
«Η κοινωνική πίεση για την τεκνοποίηση είναι τέτοια που συχνά οι γυναίκες συγχέουν τα “θέλω” τους» σημειώνει. «Το παλιομοδίτικο επιχείρημα: κάνε ένα παιδί να σε κοιτάξει στα υστερνά σου κρύβει μια μεγάλη αλήθεια» λέει η ίδια, υποστηρίζοντας ότι «πολλοί άνθρωποι κάνουν παιδιά για να καλύψουν δικές τους ανασφάλειες και να ξορκίσουν τον φόβο του θανάτου, όχι επειδή θέλουν να δώσουν αγάπη».
Γιατί αυξήθηκαν οι αποβολές
Σε δύο επίπεδα επηρεάζει τους φερέλπιδες γονείς η οικονομική κρίση, σύμφωνα με τον καθηγητή Γυναικολογίας – Μαιευτικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών – Αρεταίειο, δρ Γιώργο Κρεατσά.
«Το οικονομικό στρες και η ανασφάλεια, που διακατέχει εξίσου άνδρα και γυναίκα, έχει ως συνέπεια πολλά ζευγάρια να αναβάλουν ή ακόμα και να ακυρώνουν τα αρχικά τους σχέδια για οικογένεια, ενώ σε άλλες περιπτώσεις η εν λόγω ψυχολογική κατάσταση επιδρά αρνητικά στην γονιμότητά τους» απαντά ο ίδιος στην «Κ».
«Αλλωστε, δεν μπορούμε να υποτιμήσουμε το ζήτημα της ηλικίας της γυναίκας» συμπληρώνει, καθώς «την προηγούμενη δεκαετία οι γυναίκες που τεκνοποιούσαν ανήκαν στην πληθυσμιακή ομάδα είκοσι έως τριάντα ετών, ενώ σήμερα είναι περίπου δέκα χρόνια μεγαλύτερες, οι ηλικίες τους κυμαίνονται από 30 έως 40 ετών».
Ανησυχία προκαλεί στον κ. Κρεατσά η αύξηση, εν προκειμένω ο διπλασιασμός, των παλίνδρομων κυήσεων. «Ο υψηλός αριθμός τους ερμηνεύεται αφενός από την προχωρημένη ηλικία της μέλλουσας μητέρας, αφετέρου από έναν ενδεχομένως πλημμελή προγεννητικό έλεγχο εξαιτίας του κόστους του» εξηγεί.
Πάντως, παρά τα εμπόδια που θέτει η έλλειψη χρημάτων στα ζευγάρια, ο αριθμός εκείνων που επιλέγουν το δημόσιο μαιευτήριο από το ιδιωτικό δεν έχει αυξηθεί, όσο αναμενόταν.
«Κολλημένη» η Γερμανία, «πρωταθλήτρια» η Ιρλανδία, γόνιμη η Κύπρος
Οπως δείχνουν τα στοιχεία στην Ελλάδα, αλλά και στην Ισπανία, όπου ο δείκτης γονιμότητας από 1,46 που είχε καταγραφεί το 2008 υποχώρησε στο 1,36 το 2011, η κρίση επηρεάζει άμεσα τη δημιουργία οικογένειας. Ωστόσο, το φαινόμενο είναι πολυπαραγοντικό, καθώς εμφανίζεται και σε εύρωστες κοινωνίες. Η υπογεννητικότητα στην κραταιά Γερμανία, όπου ο δείκτης γονιμότητας έχει «κολλήσει» εδώ και πολλά χρόνια στο 1,4 παιδιά ανά γυναίκα, αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα που επηρεάζει έμμεσα σειρά πολιτικών αποφάσεων, όπως η μεταναστευτική πολιτική.
Σύμφωνα με πολλές έρευνες, η ρίζα του προβλήματος είναι ότι η δημιουργία οικογένειας βρίσκεται χαμηλά στο αξιακό σύστημα των Γερμανών, σε αντίθεση με τους γείτονές τους, τους Γάλλους, για τους οποίους η πολυμελής οικογένεια αποτελεί κοινωνικό πρότυπο. Η καριέρα, τα χόμπι, οι κοινωνικές επαφές προηγούνται για τους πειθαρχημένους Γερμανούς. Δεν είναι, άλλωστε, σύμπτωση ότι στο Αμβούργο, κατ’ εξοχήν πόλη των «γιάπηδων», το ποσοστό τεκνοποίησης είναι εξαιρετικά χαμηλό: μόλις δύο στις τρεις γυναίκες γίνονται μητέρες. Πιο «θερμές» στην ιδέα της τεκνοποίησης οι (πρώην) Ανατολικογερμανίδες, οι οποίες εν μέρει μεγάλωσαν με τα κατάλοιπα του τρόπου ζωής της DDR. Στην ηλικιακή ομάδα των γυναικών 44 έως 49 ετών, μόλις 15% των γυναικών δεν έχουν παιδί.
Οι παροχές
Η στήριξη που προσφέρει η πολιτεία στις Γερμανίδες, που εκφράζεται μέσω των επιδομάτων (που κυμαίνονται ανάλογα με το εισόδημα των γονέων, από 350 ευρώ έως 1.800 ευρώ) και της φιλοξενίας των νηπίων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, μπορεί να θεωρείται για τα ελληνικά δεδομένα «πλουσιοπάροχη», σε σύγκριση, όμως, με τις παροχές που απολαμβάνουν οι γυναίκες στις Σκανδιναβικές χώρες, μοιάζουν μάλλον «ψίχουλα». Οι ίδιες οι Γερμανίδες επιρρίπτουν ευθύνες στο κράτος, καθώς υπάρχουν σημαντικές ελλείψεις σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, προπάντων στην επαρχία, γεγονός που τις αναγκάζει συχνά να διακόπτουν την καριέρα τους για να μεγαλώσουν τα παιδιά τους. «Πανευρωπαϊκά οι Γερμανίδες επιστρέφουν μετά τη λοχεία στην εργασία τους στο μικρότερο ποσοστό», σχολιάζει στην «Κ» πρώην εργαζόμενη στον σχεδιασμό πολιτικών για την ισότητα. «Αυτό σχετίζεται με τη φορολογία που υφίστανται ως εργαζόμενες σύζυγοι». Οι πατεράδες έχουν αφυπνιστεί, αλλά όχι… αρκετά. «Ολο και περισσότεροι αιτούνται την άδεια ανατροφής, αλλά την κύρια ευθύνη του παιδιού την έχει πάντοτε η μητέρα».
Το δημογραφικό βρισκόταν «ψηλά» στην τελευταία προεκλογική ατζέντα, καθώς οι πολιτικοί της χώρας αντιμετωπίζουν με τρόμο τις προβλέψεις των στατιστικολόγων για περαιτέρω συρρίκνωση του πληθυσμού, δεδομένου εξάλλου ότι η πληθυσμιακή ομάδα που αναπαράγεται περισσότερο είναι οι «μη Γερμανοί». Ως εκ τούτου, στόχος της νέας κυβέρνησης είναι η δημιουργία και στελέχωση όσο το δυνατόν περισσότερων παιδικών σταθμών.
Με υψηλά ποσοστά
«Στη Γερμανία το πρότυπο της κλασικής οικογένειας έχει αλλάξει πολύ τα τελευταία τριάντα χρόνια, με τον σχηματισμό ολιγομελών οικογενειών, λιγότερους γάμους και περισσότερες συγκατοικήσεις ζευγαριών», παρατηρεί η δρ Αθηνά Βλαχαντώνη, senior lecturer στη Γεροντολογία στο Πανεπιστήμιο του Σαουθάμπτον της Αγγλίας. Κάθε χώρα, ωστόσο, έχει τα δικά της μέτρα και σταθμά. Για την «πρωταθλήτρια» Ιρλανδία, «ο θρησκευτικός παράγοντας και ο πολιτικός χαρακτήρας της τεκνοποίησης την καθιστούν ειδική περίπτωση». Πίσω από τα υψηλά ποσοστά γεννητικότητας της Σουηδίας και της Γαλλίας «κρύβονται» δυνατά υποστηρικτικά συστήματα, που λύνουν τα χέρια στους γονείς. Η εξαιρετικά γόνιμη Κύπρος φαίνεται να έχει αρχίσει να προβληματίζει τους ειδικούς. «Είναι μια ενδιαφέρουσα περίπτωση, φαίνεται ότι η κρίση δεν επηρέασε τόσο τα ζευγάρια όσο στην Ελλάδα», σημειώνει η δρ Βλαχαντώνη.
Πόσο πρέπει να μας ανησυχεί η γήρανση της Γηραιάς Ηπείρου; «Μια γηράσκουσα κοινωνία κρύβει ευκαιρίες και προκλήσεις», απαντά στην «Κ» η κ. Βλαχαντώνη: «Χάρη στο αυξανόμενο προσδόκιμο ζωής, πολλοί από τους σημερινούς νέους θα γνωρίσουν δισέγγονα ή ακόμα και τρισέγγονα. Σύμφωνα με έρευνες, το 50% των μωρών που γεννιούνται σήμερα στη Βόρεια Ευρώπη θα γιορτάσουν τα 100ά γενέθλιά τους». Η άλλη όψη του νομίσματος είναι η προσπάθεια ισοσκελισμού του αυξανόμενου αριθμού συνταξιούχων έναντι του αντιστοίχου των εργαζομένων, που συνεχώς μειώνεται.
ΛΙΝΑ ΓΙΑΝΝΑΡΟΥ, ΙΩΑΝΝΑ ΦΩΤΙΑΔΗ
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ